- νερόψυλλος
- οζωολ. κοινή ονομασία τού γένους δάφνια, βραγχιόποδου καρκινοειδούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάφνια ή νερόψυλλος — (daphnia pulex).Καρκινοειδές της οικογένειας των δαφνιδών, της υπόταξης των κλαδοκεραιωτών, της τάξης των διπλοστράκων. Ζει στα γλυκά, στάσιμα νερά, μέσα στα οποία μετατοπίζεται με σταθερά άλματα και γι’ αυτό την ονόμασαν και νερόψυλλο. Είναι… … Dictionary of Greek
γάμμαρος — (gammarus). Αμφίποδο καρκινοειδές, κύριος εκπρόσωπος της οικογένειας των γαμμαριδών. Αριθμεί περίπου 300 είδη. Ο γ. έχει μακριές κεραίες και μέτρια σε μέγεθος μάτια. Τα δύο τελευταία θωρακικά του πόδια είναι πιο ανεπτυγμένα από τα άλλα και… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek